- φθειριώ
- φθειριῶ, -άω, ΝΜΑ(λόγιος τ.)1. έχω ψείρες2. πάσχω από φθειρίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ + κατάλ. -ιῶ /-ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθειρίαση — η / φθειρίασις, άσεως, ΝΜΑ [φθειριῶ] ιατρ. το σύνολο τών παθολογικών δερματικών εκδηλώσεων που προκαλούνται στο σώμα ή στο τριχωτό τής κεφαλής από τις ψείρες … Dictionary of Greek
φθειριασμός — ὁ, ΜΑ [φθειριῶ] φθειρισμός* … Dictionary of Greek
χρυσιασμός — ὁ, Μ η χρυσή, ο ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. ιασμός δηλωτική ασθενείας, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσιῶ, άω (πρβλ. φθειρ ιασμός < φθειριῶ)] … Dictionary of Greek